- πλατυρρήμων
- -ον, Ν(λόγιο επίθ.)1. αυτός που πλατειάζει, που επεκτείνει τον λόγο του προσθέτοντας περιττές ή και ανούσιες λέξεις ή φράσεις2. καυχησιάρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ-* + -ρρήμων (< ρήμα), πρβλ. κομπο-ρρήμων].
Dictionary of Greek. 2013.